-
1 ἐκκαλέω
A call out or forth, summon forth, Il.24.582, etc.;τινὰ δόμων E.Ba. 170
;ἔνδοθεν Lys.3.8
; crave speech of, codd.2 call forth, elicit,χαρὰ δάκρυον ἐκκαλουμένη A.Ag. 270
;ὀργήν Aeschin. 2.3
;ἴσως ἂν ἐκκαλέσαιθ' ὑμᾶς D.4.42
, cf. Pl.Euthd. 288d ;λιμὸν ἐ. Antiph.217.23
; entice, provoke to battle,Plb.
1.19.2, cf. Ascl.Tact.7.1.3 c.inf., call on one to do, S.Tr. 1206 ; ἐ. [ τινὰ]ποτὶ ἔργα Ti.Locr.104b
: [tense] plpf. in med. sense,ἐξεκέκλητο πρὸς τὴν πρᾶξίν τινας Plb.4.57.4
:—[voice] Pass.,- κληθῆναι πρὸς τὰς ὠφελείας Id.3.51.11
; to be provoked, εἴς, ἐπί τι, Phld.Ir.pp.52,95 W.; ἐς ὀργήν, δάκρυα, Philostr. VS2.8.4, 2.10.1.III [voice] Pass., = Lat. evocari, of foreign numina, Plu.2.278f.IV [voice] Med., appeal against, κρίσιν ἐπί τινα ib.178f; refer, προβλήματα ἐπὶ τὴν τῶν ἀλόγων φύσιν ὥσπερ ἀλλοδαπὴν πόλιν ib.493b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκαλέω
-
2 ἐκ-καλέω
ἐκ-καλέω (s. καλέω), herausrufen, τινά, Hom. u. Folgde; δόμων, aus dem Hause, Eur. Bacch. 170; hervorrufen, δίκα δίκαν ἐξεκάλεσε καὶ φόνος φόνον Suppl. 614. Häufiger im med., zu sich herausrufen, Od. 24, 1; Her. 8, 79; Soph. Phil. 1248; hervorlocken, χαρά μ' ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. Ag. 261; όργήν Aesch. 2, 3; τινά, aufregen, Dem. 4, 42; auffordern, οἱά μ' ἐκκαλεῖ φονέα γενέσϑαι καὶ παλαμναῖον σέϑεν Soph. Tr. 1196; ποτὶ ἔργα ἢ ποτὶ ἀπολαύσιας Plat. Tim. Locr. 104 b; ἐξεκλήϑησαν ὑπὸ τοῦ συμβάντος ἐξάπτεσϑαι τῆς πορείας Pol. 3, 51, 2; ἃ τῷ χαίρειν πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀγαϑὸν ἐκκαλεῖ Plut. Pericl. 1; a. Sp.
-
3 υφερπω
подползать, подкрадыватьсяχαρά μ΄ ὑφέρπει δάκρυον ἐκκαλουμένη Aesch. — радость охватывает меня и вызывает слезы;
ὑφεῖρπε πολύ Soph. — эта мысль глубоко проникла (в меня);φθονερὸν ὑπ΄ ἄλγος ἕρπει Ἀτρείδαις Aesch. — бурное негодование на Атридов овладевает (всеми)
См. также в других словарях:
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek